Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

CaptainBook.gr Το άλλο ρούχο του φόβου






Γράφει ο Πάνος Τουρλής:

«Το άλλο ρούχο του φόβου» είναι μια συλλογή από «μικρές αφηγήσεις, νανο-διηγήματα, βραχυγραφίες, αφηγηματικές μινιατούρες / βινιέτες (οι ειδήμονες ακόμα προβληματίζονται με τον όρο)», όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στο προλογικό του σημείωμα. Πρόκειται λοιπόν για ένα σύνολο από «συγγραφικές μονοκοντυλιές» που παρατίθενται βάσει μεγέθους από το μικρότερο στο μεγαλύτερο και περιγράφουν πρόσωπα και καταστάσεις είτε από το κοντινό παρελθόν είτε από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο κύριος Αλέξανδρος Κεφαλάς, ένας άξιος και ταλαντούχος λογοπλέκτης και λογοτέχνης, καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις ακόμη και σε αυτό το βιβλίο, μιας και η ποικιλία της θεματολογίας του είναι αξιοσημείωτη: πόλεις και χωριά, άντρες και γυναίκες, γριές και νέα παιδιά, χήρες και μάνες, κάποιο στο χτες και άλλοι στο σήμερα, όλοι εδώ, συστήνονται ο καθένας με τη σειρά του στον αναγνώστη, σχηματίζοντας μια ατέλειωτη παρέλαση μορφών και εκφράσεων που δε θες να τελειώσει ποτέ.

Τα υπέροχα αυτά μικρά λογοτεχνήματα περιγράφουν ένα σύμπαν γεμάτο από όλες τις πιθανές εικόνες που μπορεί να βιώσει ή να ακούσει οποιοσδήποτε στη δική του καθημερινότητα. Παραστατικοί διάλογοι, καλοδουλεμένες παρομοιώσεις και μεταφορές, υποδόριο χιούμορ ή υπόνοιες που παίζουν με το μυαλό του αναγνώστη. Από την ηλικιωμένη γυναίκα που πάει να μετατρέψει το υπόλοιπο της σύνταξής της σε χρυσό φτάνουμε στη μάνα που περιγράφει την καθημερινότητά της μπροστά στο εικόνισμα του γιου της, από τη δούλα που έγινε κυρά περνάμε στον εικοσάχρονο που αναπολεί την μποέμικη ζωή του με τους κάποτε έχοντες γονείς του. Βλέμματα και κινήσεις, στιγμές και περιστατικά, τόποι και μορφές γεμίζουν τις σελίδες και με βοήθησαν να ξεφύγω από την προσωπική μου ρουτίνα. Με χιούμορ και δάκρυ, ημιτελή και λυσιτελή κείμενα, εμπλουτισμένα με απαιτητικό και ταυτόχρονα απλό λεξιλόγιο, στολισμένα με καλολογικά στοιχεία, απλώνονται και μαζεύονται, ξεσπαθώνουν ή περιγράφουν αποστασιοποιημένα τις ιστορίες τους.

«Ο Μούργος» είναι ακριβώς εκείνη η ιστορία που λέω συνέχεια ως προς τη σωστή χρήση του facebook που πρέπει να κάνουμε και για την οποία φυσικά κανείς δεν ενδιαφέρεται, μόνο που αποδόθηκε άρτια και μεστά με τρόπο που μόνο ο κύριος Κεφαλάς ξέρει να ζωντανεύει. Το «Αποκαλόκαιρο» περιγράφει τα επαγγελματικά και πανανθρώπινα όνειρα και φιλοδοξίες που κουβαλάμε μαζί μας τον Αύγουστο στις διακοπές για να τα παρατήσουμε άρον άρον στην πρώτη παραλία μόλις μπει ο Σεπτέμβρης! Μου άρεσε πολύ η «Παύση Περπέτουα» γιατί ήταν επίσης μεστό σε εικόνες και νοήματα παρά τις μόλις δύο, αν και εκτεταμένες παραγράφους, και λάτρεψα τη δύναμη με την οποία ο συγγραφέας κατάφερε να ζωντανέψει το τέλος της ιστορίας αφήνοντας ένα «ξεκάθαρο» υπονοούμενο!

Στο διήγημα «Κάθε Κυριακή» περιγράφεται με γλυκόπικρο τρόπο η καθημερινότητα μιας ηλικιωμένης γεροντοκόρης που μου δίνει με μια υπέροχη παρομοίωση τον λόγο ύπαρξης ενός τέτοιου πλάσματος ακόμη κι όταν το έχει εγκαταλείψει η ζωή: «Σαν της πρόσφερε την μπομπονιέρα ο καντηλανάφτης, μια σειρά από πάλλευκα κουφέτα φώτισε το άδολο χαμόγελό της» (σελ. 29). Η «Πρωινή αγγαρεία» είναι ένα διαμαντάκι-έκπληξη για την αμεσότητα με την οποία περιγράφεται ένα θέμα-ταμπού! Τα «Απομεινάρια» θα τα αναφέρω μόνο και μόνο γιατί δεν έχω καταλάβει ακόμη αν έχουμε έναν Στίβεν Κινγκ εν τη γενέσει του ή μια νότα λεπτοδουλεμένου χιούμορ που εγώ δεν κατάφερα να εντοπίσω! «Η φωτογραφία μιας ουτοπίας» αφορά τα τσαλαπατημένα όνειρα ενός Πακιστανού που κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να ζήσει μια κόλαση χειρότερη απ’ της πατρίδας του αλλά έχει το ψυχικό θάρρος να μην πει κουβέντα γι’ αυτά στα γράμματα που στέλνει στην πατρίδα του.

Το «Αναστάσιμο τραπέζι» με εξόργισε για το παράλογο έθιμο της burnesha που επικρατεί ακόμη και σήμερα σε ορεινά χωριά της Αλβανίας όμως η αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα μαλάκωσε τον θυμό μου και μου έδειξε με όμορφο τρόπο τη χαρούμενη και φωτεινή πλευρά της ζωής. Το «Δούλι» μου έδειξε πως όσο κι αν θες να κάνεις πράγματα «κατά πώς πρέπει» θα υπάρχει πάντα τρόπος να έρθει στο φως αυτό που έπρεπε να κρυφτεί βαθιά μες στην ψυχή και στο παρελθόν!


«Το άλλο ρούχο του φόβου» είναι μια συλλογή μικρών και μεγαλύτερων κειμένων, με ποικίλα εκφραστικά και περιγραφικά μέσα, που θα κρατήσουν ιδανική συντροφιά σε όσους θέλουν συνοπτικές περιγραφές για να βουτάνε μέσα σε αυτές και να κρύβονται από όσα τους κυνηγάνε και τους αγχώνουν.




Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Fractal/ Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς στο εργαστήρι του συγγραφεά



Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Αλέξανδρου Κεφαλά «Το άλλο ρούχο του φόβου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λέμβος κι αποτελείται από τριάντα έξι αφηγηματικές μικρό-γραφίες. Αφηγήσεις καθημερινές, κάποτε σουρεαλιστικές,  αποδίδονται με μια  λογοτεχνική μονοκοντυλιά κι έναν ωμό στα όρια του κυνικού ρεαλισμού. 

«Το άλλο ρούχο του φόβου» θέλω να πιστεύω πως αποκαλύπτει τα πρόσωπα πίσω από τις μάσκες, τους καλά κρυμμένους φόβους μας ίσως…

Το τελευταίο μου βιβλίο αποτελεί τη δεύτερη κατά σειρά συλλογή διηγημάτων μου. Πολύ φοβάμαι πως άρχισα ανορθόδοξα, καθώς οι περισσότεροι ομότεχνοι ξεκινούν με το διήγημα και καταλήγουν στο μυθιστόρημα. Εγώ τα έκανα μάλλον αντίστροφα… Συγγραφικά, λοιπόν,  καταπιάστηκα αρχικά με το ιστορικό  (Η Αγγλίδα Κυρία, εκδόσεις Διόπτρα 2007/ Γλυκό Κυδώνι, εκδόσεις Τσουκάτου 2013) και σύγχρονο (Επικίνδυνες Συνδέσεις, εκδόσεις Άπαρσις 2011) μυθιστόρημα κι αργότερα με το διήγημα (Νυχτερινός Διαβάτης, εκδόσεις Λέμβος 2014). Όπως αναφέρω και στο προλογικό σημείωμα της συλλογής εμείς, οι δημιουργοί του λόγου, αν κι έχουμε γνώση, εμπειρική ή επιστημονική, των ειδών με τα οποία ασχολούμαστε, σπάνια σκοντάφτουμε σε λεπτομέρειες, όπως ο αριθμός των λέξεων, των σελίδων ή ακόμα και το είδος.  Αυτό νομίζω που μετρά κι έχει αξία είναι η αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή τη μορφή.



Το άλλο ρούχο του φόβου δημιουργήθηκε από σκόρπιες σκέψεις, εικόνες και σημειώσεις, που περίμεναν υπομονετικά στα σημειωματάριά μου και δεν μπορούσαν να βρουν τη θέση τους στα πιο εκτενή μυθιστορήματα – που χρειάζονται άλλες μεθόδους σύνθεσης, πιο χρονοβόρες, και άλλου είδους μαεστρία –  ή την ποίηση, που έχει κι αυτή τους δικούς της κώδικες δημιουργίας. Η αφηγηματική «μικρογραφία», όπως προτιμώ να καλώ το νέο αυτό είδος, δίνει μια δημιουργική και ανανεωτική διέξοδο στον συγγραφέα, καθώς μπορεί με πιο συμπυκνωμένο τρόπο και σε σύντομο διάστημα, χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την ποιότητα της γραφής του ή τα χαρακτηριστικά  του προσωπικού του ύφους, να αποδώσει ολοκληρωμένα μέσα σε λίγες γραμμές ή μερικές παραγράφους ένα μικρό λογοτεχνικό επεισόδιο, μια ιστορία. Η καίρια αφήγηση, η οικονομία, η δημιουργία πειστικών χαρακτήρων και ολοκληρωμένης πλοκής στο μικρό αφήγημα δεν είναι κάτι εύκολο, κι ας φαντάζει έτσι στον αναγνώστη. Χρειάζεται βαθιά προσωπική διεργασία στη σύλληψη αλλά και την επεξεργασία του θέματος, προκειμένου να αποδοθεί με μια συγγραφική «μονοκοντυλιά».


Θεματογραφικά τα διηγήματα μου είναι αρκετά ‘ουμανιστικά’ για να δανειστώ έναν όρο από την επιστήμη που χρόνια υπηρετώ. Πλην ελάχιστων εξαιρέσεων στην πλειονότητά τους κινούνται στο αγαπημένο μου είδος του κοινωνικού ρεαλισμού. Άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές βαθμίδες της κοινωνίας παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου χαρίζοντας μας σκηνές οικείες κι εν δυνάμει αληθινές. Κοινός τόπος οι μύχιες, υποδόριες δυναμικές και συγκρούσεις που ο καθένας και η καθεμία από τους ήρωες/ηρωίδες μου προσπαθούν να διαχειριστούν σε μια συνήθως άχαρη καθημερινότητα. Το βαθύτερο είναι τους παλεύει αδιάκοπα με ένα κακοσχεδιασμένο φαίνεσθαι αποκαλύπτοντας μας φευγαλέες μας διεισδυτικές, θέλω να πιστεύω, ματιές του κόσμου που μας περιβάλλει και της παναθρώπινης πολυδαίδαλης ψυχοσύνθεσης. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στις ιστορίες, ο τόπος, ο χρόνος, το παρελθόν, η σκηνογραφική προσέγγιση των επεισοδίων, όλα καλά μελετημένα με συμβολική ενίοτε χροιά, εξυπηρετούν τον αρχικό σκοπό μου που  δεν είναι άλλος από την δια της πένας ‘απογύμνωση’ του ανθρώπου. Ανηλεής απέναντι στην υποκρισία και τη γελοιότητα, στοργικός απέναντι στην αλήθεια του καθενός προσεγγίζω τους χαρακτήρες μου και τους δίνω πνοή μέσα σε μια παράγραφο ή σε μερικές σελίδες. Μαγικό, δε νομίζετε;

Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς γεννήθηκε και ζει στα Εξάρχεια. Είναι απόφοιτος του Αμερικάνικου Κολεγίου της Ελλάδας και πτυχιούχος ιστορικός τέχνης. Στο παρελθόν εργάσθηκε ως επιμελητής έκθεσης σε γκαλερί των Αθηνών, ενώ από το 2008 ασχολείται με τη διδασκαλία της ιστορίας της τέχνης. Το 2012 συνεργάσθηκε με το λογοτεχνικό fanzin Αστυδρόμος και είναι μόνιμος συνεργάτης του ποιητικού free press  Ποιητές χωρίς Ποιήματα. Υπήρξε υπεύθυνος λογοτεχνικής αξιολόγησης στις εκδόσεις Λέμβος και υπεύθυνος της σειράς Μικρά Βιογραφικά. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 2007. Έχει γράψει και εκδώσει ιστορικό και σύγχρονο μυθιστόρημα, δύο συλλογές διηγημάτων και μια ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Συνεργάζεται με το τοβιβλίο.net και διατηρεί μόνιμη στήλη στο Culternow.gr για το βιβλίο.

Πηγή: http://fractalart.gr/alexandros-kefalas-ergastiri/

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς μας ξεναγεί στο σπίτι του και στο «Άλλο Ρούχο του Φόβου»

Γράφει ο Χρήστος Δασκαλάκης



Ανάμεσα στα πολλά πράγματα που αγαπώ στην Αθήνα, είναι και οι βόλτες μου στις γειτονιές της. Αδυναμία μου, η δική μου γειτονιά, τα Εξάρχεια. Εδώ που ανακαλύπτω μικρά βιβλιοπωλεία, εδώ που φωτογραφίζω όμορφες γωνιές της, εδώ που συναντώ φίλους, εδώ που γράφω τα βιβλία μου. Εδώ συναντώ καλλιτέχνες που αγαπώ, λογοτέχνες που θαυμάζω, ανθρώπους που συνεχίζουν να κάνουν αυτήν τη γειτονιά ζωντανή, δημιουργική, άκρως καλλιτεχνική και ελπιδοφόρα.


Εδώ συνάντησα και τον Αλέξανδρο Κεφαλά, στο όμορφο διαμέρισμα του στην Τοσίτσα, με αφορμή το καινούριο του βιβλίο, «Το Άλλο Ρούχο του Φόβου» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λέμβος.




Ένα βιβλίο που διάβασα δύο φορές, και θα χρειαστεί να το διαβάσω τουλάχιστον μία ακόμα, γιατί η πένα του Αλέξανδρου έχει τη μαγική ικανότητα να σου αποκαλύπτει κάτι διαφορετικό κάθε φορά που διαβάζεις τις λέξεις του.

Μια συλλογή διηγημάτων που ξεκινούν από το μέγεθος μιας παραγράφου και ξεδιπλώνονται σιγά σιγά τόσο σε μέγεθος όσο και σε νοήματα.

Ο καφές μας σερβιρίστηκε, η ξενάγηση ολοκληρώθηκε, τα πρώτα νέα ειπώθηκαν, και τώρα, ήρθε η ώρα να εστιάσουμε στον σκοπό της επίσκεψης. Στο άλλο ρούχο του φόβου…

Ποια είναι η δική σου προσωπική φοβία;

Μικρός φοβόμουν τον θάνατο. Δεν μπορούσα να συμφιλιωθώ με την ανυπαρξία. Ήταν κάτι που ο παιδικός κι εφηβικός μου, έπειτα, νους δεν μπορούσε να συλλάβει. Σήμερα, ενήλικας πια, φοβάμαι μήπως πεθάνω χωρίς να έχω ζήσει όσα θα ήθελα να ζήσω.

Βοηθάει η συγγραφή να αποβάλουμε ή να δουλέψουμε κομμάτια του εαυτού μας που δεν μας αρέσουν;

Αν έχεις το γνώθι σαυτόν ναι. Εννοώ αν ξέρεις τις αδυναμίες, τα πάθη σου μπορεί και να λειτουργήσει σαν ψυχοθεραπεία. Άλλωστε μέσα στους ήρωες μας βάζουμε και κάτι από τους εαυτούς μας οπότε βοηθά να βλέπεις πιθανά σενάρια κι εναλλακτικές.




Τι είδους λύτρωση νιώθεις εσύ στο τέλος κάθε ιστορίας σου;
Σχεδόν πάντα σε όλες τις ιστορίες μου, είτε πρόκειται για μυθιστόρημα είτε για διήγημα, επέρχεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η κάθαρση. Κάθαρση για τους χαρακτήρες, λύτρωση και για τον δημιουργό καθώς μόνο τότε ηρεμείς και είσαι έτοιμος για το επόμενο βήμα. Ξέρεις, δεν μπορώ να γράψω εύκολα κάτι νέο αν δεν έχει προηγουμένως εκδοθεί ένα βιβλίο.

Ποιο καινούριο κομμάτι του εαυτού σου μπορεί να ανακαλύψει κανείς στην καινούργια σου συλλογή;

«Υπάρχω» με διάφορες μορφές σε αρκετά εξ αυτών αλλά θα σταθώ στο τελευταίο της συλλογής που τιτλοφορείται «Μετά το πάρτι». Πρόκειται για ένα γλυκόπικρο, μάλλον, διήγημα που έχει να κάνει με την παιδικότητα μας και την άδολη χωρίς προκαταλήψεις ευχαρίστηση που αντλούσαμε καθημερινά ως παιδιά.

Μένεις πιστός στο αστικό τοπίο. Τι είναι αυτό όμως που εσύ θα ήθελες να εξαφανίσεις άμεσα στην καθημερινή σου ζωή μέσα σε αυτό;

Αναπόφευκτα… Γεννήθηκα και μεγάλωσε σε μια πόλη. Αν γεννιόμουν σε κάποιο χωριό ή σε κάποιο νησί οι εικόνες που θα κουβάλαγα και θα αποτύπωνα στα γραπτά μου θα ήταν διαφορετικές σίγουρα. Υπάρχουν υποδόριες συγκρούσεις σε μια πόλη που δεν είναι πάντα ορατές. Επίσης η αγένεια και η αδιαφορία των γειτόνων με ενοχλεί τρομερά.


Εξάρχεια. Ζεις και αγαπάς αυτήν τη γειτονιά. Ποιο κομμάτι της κουβαλάς στα γραπτά σου;
Στις τελευταίας δύο συλλογές διηγημάτων μου νομίζω με συνοδεύει ένα μεγάλο μέρος τους. Γεννήθηκα στην περιοχή, οι παππούδες μου ζούσαν στην ίδια γειτονιά από τη δεκαετία του 50, απρόσκλητες κι αυτόματα καμιά φορά μου έρχονται εικόνες περασμένων δεκαετιών μα και σύγχρονες του κέντρου σαν πηγή έμπνευσης. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά…

Στην καινούργια σου συλλογή διέκρινα μια ευαισθησία και μια τρυφερότητα πολύ καλά καλυμμένη. Ισχύει; Φοβάσαι να εκτεθείς ή αφήνεις τον αναγνώστη να σε ανακαλύψει μόνος του;

Η αλήθεια είναι πως δεν μπορείς να κρυφτείς από έναν καλό αναγνώστη. Το ίδιο το έργο μας αποκαλύπτει συχνά πολλά περισσότερα απ’ όσα θα θέλαμε να πούμε. Δε φοβάμαι την έκθεση, αν το έκανα δε θα έγραφα… Απλά μάλλον δεν είμαι ιδιαίτερα διαχυτικός με όσους 
δε γνωρίζω καλά.


Αγαπάς τις μινιατούρες σου, το ίδιο όσο σε αυτήν τη συλλογή αγαπάς τη μικρή φόρμα. Ποια ένωση υπάρχει μεταξύ αυτή των δυο; Μίλησε μου για την ιδιότητα του συλλέκτη.

Ναι! Ήταν ένα από τα χόμπι μου στο παρελθόν. Γενικά συλλέγω διάφορα. Από παιδί, λοιπόν, μου άρεσε ψυχαναγκαστικά σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια να δημιουργώ τους ‘δικούς’ μου κόσμους. Κάπως έτσι και στα μικρά μου διηγήματα προσπαθώ να στήνω, τέλεια ει δυνατόν, τα σκηνικά των ιστοριών μου.

Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση από την αρχή της ανακάλυψης του έργου σου, είναι ο υπέροχος χειρισμός της γλώσσας. Θα ήθελες να μεταφέρεις αυτή σου τη γνώση για την ελληνική γλώσσα και τη λογοτεχνία σε υποψήφιους σπουδαστές;

Για όσους δε το γνωρίζουν είμαι καθηγητής ιστορίας τέχνης σε κάποια σχολή, συνεπώς η επαφή με νέους ανθρώπους και η μεταλαμπάδευση γνώσεων είναι κάτι που αγαπώ και κάνω. Θα ήθελα να γίνει και με τη συγγραφή μέσα από κάποιο σεμινάριο δημιουργικής γραφής και το συζητάω ήδη.

Τι ρόλο παίζουν οι αναγνώστες σου για εσένα; Τι ρόλο παίζει η αποδοχή για έναν συγγραφέα;

Η αποδοχή για κάθε καλλιτέχνη είναι μια ηθική ικανοποίηση δε θα το αρνηθώ και φυσικά δε με πειράζει η κριτική, την επιζητώ. Οι αναγνώστες είναι σημαντικοί αλλιώς δε θα είχαμε την ανάγκη να επικοινωνήσουμε το έργο μας, θα έμενε στο συρτάρι. Δεν πρέπει να απαξιώνει ο δημιουργός το κοινό. Δεν πρέπει να χάνει το στοιχείο της επαφής αλλιώς το έργο του γίνεται κάτι ξένο και δυσπρόσιτο που δεν αφορά τελικά κανέναν.


Ποιο απ’ όλα τα διηγήματα αυτής της συλλογής θα αφιερώνεις στον σημερινό Έλληνα, και γιατί;

Όλα λίγο πολύ αποκαλύπτουν παθογένειες του «νεοελληνισμού» μας. Νομίζω πως το ομότιτλο «Το άλλο ρούχο του φόβου» που πραγματεύεται κάπως χιτσκοκικά την υποκρισία και τις φοβίες ενός πλανημένου «εγώ» θα ήταν ιδανικό για αφιέρωση…

Το προσωπικό αγαπημένο μου διήγημα είναι στο τέλος του βιβλίου. Μια νότα νοσταλγίας και αναθεώρησης. Είναι τελικά η αθωότητα, το «όνειρο» και η παιδική μας πλευρά, το μέσο για να πλησιάσουμε λίγο περισσότερο τη γαλήνη και την ισορροπία που έχουμε τόσο στερηθεί στην καθημερινότητα μας;

Ναι το πιστεύω, δεν ονομάστηκαν τυχαία άλλωστε «τα χρόνια της αθωότητας». Τα παιδιά είναι σαν σπίτια δίχως φράχτες με ανοιχτά παράθυρα και πόρτες ξεκλείδωτες. Όσο μεγαλώνουμε υψώνουμε γύρω μας τείχη χάνοντας τη θέα του κόσμου μας…


«Το άλλο Ρούχο του Φόβου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λέμβος, τις οποίες και ευχαριστούμε για την προσφορά των αντιτύπων. Ευχαριστούμε τέλος τον συγγραφέα Αλέξανδρο Κεφαλά για τη συνομιλία και τη ζεστή φιλοξενία στο χώρο του.

Πηγή: http://www.debop.gr/deBlog/interviews/o-aleksandros-kefalas-mas-ksenagei-sto-spiti-tou-kai-sto-allo-rouxo-tou-fovou



Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

"Το άλλο ρούχο του φόβου"-Βιβλιοπαρουσίαση




Γράφει ο Χάρης Γαντζούδης

Με τον Αλέξανδρο συναντηθήκαμε για πρώτη φορά το 2016. Όχι προσωπικά. Συναντήθηκαν δυο μικρές μας ιστορίες κομμάτια και οι δυο ενός συλλογικού έργου που κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά από κάποιες ψηφιακές εκδόσεις. Ούτε μια σελίδα δεν ήταν η ιστορία του κι όμως έμεινε στο μυαλό μου για τη βαθιά γνώση, την άψογη χρήση του λόγου και τα βαθιά νοήματα που ανέβλυζαν μέσα από αυτή.

Από εκείνη τη στιγμή και μέσα στους επόμενους μήνες το όνομα του περνούσε συχνά μπροστά από τα μάτια μου. Ώσπου, τον Απρίλιο του 2017 τον συνάντησα ξανά. Αυτή τη φορά στο «9 ώρες στα Εξάρχεια». Η συμμετοχή του στο συλλογικό αυτό έργο, τράβηξε για ακόμη μια φορά την προσοχή μου. Το διήγημα του μέσα από το οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί «…τη σύζευξη κι ένωση αντιθετικών, αμφίρροπων μα τόσο αληθινών πραγμάτων» – όπως μου εξομολογήθηκε ο ίδιος αργότερα – αποτέλεσε την αφορμή να αρχίσω να ψάχνω το έργο του.

Πρώτη στάση σε αυτή την αναζήτηση ήταν τα «Μικρά βιογραφικά» και ύστερα, ένα μεσημέρι του Αυγούστου κι ενώ βρισκόμουν στις εκδόσεις Λέμβος ήρθε στα χέρια μου ο «Νυχτερινός Διαβάτης» μια συλλογή με δέκα μικρές αφηγήσεις. Σε αυτά τα κείμενα θαύμασα την ικανότητα του συγγραφέα να καταπιάνεται με τις λέξεις και να δημιουργεί ιστορίες του σήμερα, θαύμασα τον τρόπο που επιλέγει τα θέματα του αλλά και τον τρόπο που στήνει το σκηνικό γύρω από αυτά. Στο κέντρο των ιστοριών ο άνθρωπος και τα προβλήματα του. Τον άνθρωπο της πόλης, της οποιασδήποτε πόλης.

Με λόγο επικριτικό, κάποιες φορές ειρωνικό ο συγγραφέας φέρνει τους ήρωες και τους αναγνώστες του αντιμέτωπους με την αλήθεια τους.

Αυτά τα χαρακτηριστικά βρήκα, θαύμασα κι αγάπησα ακόμα περισσότερο στο νέο βιβλίο του Αλέξανδρου Κεφαλά «Το άλλο ρούχο του φόβου».

36 σκόρπιες αφηγηματικές μικρογραφίες, «νανο-διηγήματα» όπως τα αποκαλεί ο ίδιος στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου.

36 μικρά διηγήματα που ο μικρός αριθμός λέξεων, το μικρό τους σώμα, δεν στερεί την λογοτεχνική τους αξία, δεν στερεί σε όλους εμάς τη δυνατότητα να θαυμάσουμε το ταλέντο και την εξέλιξη του συγγραφέα καθώς μέσα από αυτές τις σύντομες ιστορίες καταφέρνει να μας δώσει ολοκληρωμένες εικόνες της σύγχρονης κοινωνίας, του σύγχρονου ανθρώπου, να πιάσει τους ρυθμούς της εποχής μας αλλά και θέματα με τα οποία όλοι έχουμε έρθει αντιμέτωποι, άλλα μας έχουν συμβεί κι άλλα τα έχουμε δει να συμβαίνουν δίπλα μας.

Ο Αλέξανδρος λοιπόν, άλλοτε με ωμό τρόπο, άλλοτε ειρωνικό, κι άλλοτε με την απαιτούμενη ευαισθησία, τα φέρνει στο φως, τα αναδεικνύει, τα σχολιάζει και μας τα παραδίδει.

Όνειρα, έρωτες, πόθοι, προκαταλήψεις, υποκρισία είναι μερικά από αυτά τα θέματα. Έχω την αίσθηση πως με όλα αυτά ήρθε πρώτα αντιμέτωπος ο ίδιος ο συγγραφέας κι όταν ένιωσε έτοιμος και ώριμος, στάθηκε απέναντι τους με ψυχραιμία κι άρχισε να τα καταγράφει ώστε να μας κάνει κι εμάς μάρτυρες αυτών των καταστάσεων.

Συνδετικός κρίκος αυτών των ιστοριών με το προγενέστερο έργο του, το σκηνικό που διαδραματίζονται: το αστικό τοπίο.

Διαβάζοντας «Το άλλο ρούχο του φόβου» εκτός από όλα αυτά που θαυμάζουμε σε ένα λογοτεχνικό έργο: ύφος, γλώσσα, χαρακτήρες κ.ά. θαύμασα και μου έδωσε μεγάλη χαρά, το θάρρος του συγγραφέα να καταπιαστεί με όλα αυτά τα θέματα αλλά και το γεγονός πως μέσα από αυτές τις ιστορίες είδα την εξέλιξη του, το επόμενο βήμα και κατάλαβα πως αυτό το βιβλίο δεν είναι άλλη μια κυκλοφορίας ενός ακόμη τίτλου στη ροή της πορείας του αλλά πως είχε έρθει η ώρα, η κατάλληλη στιγμή, ο συγγραφέας – σχεδόν τρία χρόνια μετά το «Νυχτερινό Διαβάτη», να μας πει καινούργιες ιστορίες, να μας προβληματίσει με νέα θέματα, να μας δώσει νέες εικόνες μιας εποχής που δε σταματά να τρέχει.

Κλείνοντας θα ήθελα να ευχηθώ στον Αλέξανδρο Κεφαλά «Το άλλο ρούχο του φόβου» να έχει ένα όμορφο ταξίδι γεμάτο δυνατά συναισθήματα, νέες εμπειρίες και τελικό προορισμό τον τόπο που εκείνος έχει ονειρευτεί.

Πηγή: https://tovivlio.net/%CE%A4%CE%9F-%CE%91%CE%9B%CE%9B%CE%9F-%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%A7%CE%9F-%CE%A4%CE%9F%CE%A5-%CE%A6%CE%9F%CE%92%CE%9F%CE%A5-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%85/

Ο Γιάννης Ρουσσιάς γράφει για "Το άλλο ρούχο του φόβου".




Παρουσιάζει ο Γιάννης Ρουσιάς.

Μια σειρά από μικρές ιστορίες μας προσφέρει στη νέα συλλογή διηγημάτων του ο Κεφαλάς. Όπως μας λέει και ο ίδιος, στη μικρή εισαγωγή του βιβλίου, πρόκειται για μινιατούρες, ένα είδος στο οποίο δεν έχουν κατασταλάξει ακόμη οι ειδήμονες της λογοτεχνίας.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μικρά  διηγήματα, από μερικές σειρές έως κάποιες σελίδες, όπου με το γνωστό ύφος του συγγραφέα αποτυπώνονται εικόνες από την κατάσταση που επικρατεί στη σύγχρονη Ελλάδα.

Μέσα στα διηγήματα, έχουμε την ευκαιρία να δούμε εικόνες από τη κοινωνική μας ζωή με ένα ύφος που ξεκινά από τον ρεαλισμό και φτάνει έως το σουρεαλισμό, αλλά που έχει την ευκαιρία να αποτυπώσει άψογα την εποχή μας.

Πριν λίγους μήνες είχα την ευκαιρία να θαυμάσω το έργο του Κεφαλά στη μικρή φόρμα διαβάζοντας το νυχτερινό διαβάτη, στη συλλογή αυτή μπορώ να πω ότι ο συγγραφέας έχει κάνει ένα σημαντικό άλμα στη γραφή του και μπορεί να αποτυπώσει σημαντικά νοήματα μέσα σε λίγες σειρές, αποτυπώνοντας με γλαφυρό τρόπο τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.


Πηγή: http://ergatikosagwnas.gr/arthra/54-vivlio/1533-aleksandros-kefalas-to-allo-royxo-tou-fovou

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

"Το άλλο ρούχο του φόβου" στο Επί Λέξει


Την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου το απόγευμα παρουσιάστηκε στον βιβλιοπωλείο Επί Λέξει στο κέντρο της Αθήνας η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Αλέξανδρου Κεφαλά.


Οι εκδόσεις Λέμβος παρουσιάζουν τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του λογοτέχνη   Αλέξανδρου Κεφαλά. Μετά το «Νυχτερινός Διαβάτης» ο συγγραφέας επανέρχεται με μία νέα συλλογή.


Αφηγήσεις καθημερινές, κάποτε σουρεαλιστικές, αποδίδονται με μια λογοτεχνική «μονοκοντυλιά» κι έναν ωμό, στα όρια του κυνικού, ρεαλισμό. 
Χαμένα όνειρα, ευσεβείς πόθοι, προκαταλήψεις, υποκρισία είναι μερικά από τα θέματα που αναδύονται από τις σελίδες της συλλογής, η οποία αποτελείται από τριάντα έξι αφηγηματικές μικρό-γραφίες.


Την εκδήλωση προλόγισε ο δημοσιογράφος/συγγραφέας Χρήστος Γαντζούδης, ο βιβλιοκριτικός Γιάννης Ρουσσιάς ακολούθησε με ανάλυση του έργου και ο βιβλιοκριτικος/συγγραφέας Χρήστος Δασκαλάκης διάβασε αποσπάσματα του βιβλίου κι απηύθυνε ερωτήσεις στον λογοτέχνη.




Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Αλέξανδρος Κεφαλάς… «Ασχολούμαι με την πόλη μου, την εποχή μου, με πράγματα που μου λένε κάτι»


«Νομίζω, η αλήθεια είναι κάτι που λείπει. Όχι μόνο από τη Λογοτεχνία αλλά γενικότερα από τη ζωή μας»,
 Αλέξανδρος Κεφαλάς


Το καλοκαίρι τέλειωσε. Φθινόπωρο πια. Σεπτέμβρης κι όλοι επιστρέφουμε στην κανονική ζωή: στα σπίτια, στις δουλειές, στην καθημερινότητα μας. Έτσι, ξεκινάμε κι εμείς εδώ στο MUSEEKART και τη στήλη «Συναντήσεις Στη Πόλη» το δεύτερο κύκλο συνεντεύξεων ή καλύτερα συναντήσεων. Συναντήσεις με ανθρώπους που έχουν να μοιραστούν πράγματα μαζί μας.

Συνέντευξη και φωτογραφίες συνάντησης : Χάρης Γαντζούδης

Η επιλογή του προσώπου, για αυτή την πρώτη συνάντηση μετά το καλοκαίρι, δεν ήταν δύσκολη. Τον γνώρισα μέσα από κάποιες συγκυρίες πριν από λίγους μήνες. Όλο αυτό το διάστημα είχαμε ανταλλάξει κάποια μηνύματα εκτίμησης. Υπήρχε στο μυαλό μου πως κάποια στιγμή θα κάναμε αυτή τη συνάντηση. Τον Αύγουστο διάβασα τη συλλογή διηγημάτων «Νυχτερινός Διαβάτης» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λέμβος και το “κάποια στιγμή”, έγινε Πέμπτη, 5 Σεπτεμβρίου στις 18:00 στο Μοναστηράκι. Πάμε λοιπόν μαζί να γνωρίσουμε καλύτερα τον συγγραφέα Αλέξανδρο Κεφαλά.



Η ώρα είναι 17:50 και βγαίνω από την έξοδο προς Αθηνάς του Ηλεκτρικού Σταθμού. Όση ώρα περιμένω προσπαθώ να φανταστώ πως θα κυλήσει η συνάντηση. Μα δεν κατάφερα να έχω μια απάντηση καθώς τον είδα να με πλησιάζει. Περπατήσαμε στα στενά του Ψυρρή, στον πεζόδρομο της οδού Ηφαίστου για να καταλήξουμε στην Πλατεία Αβησσυνίας και στο όμορφο Λουκούμι Bar.

Σε όλη τη διαδρομή είπαμε πολλά. Ο Αλέξανδρος άνετος και φιλικός, έδιωξε την όποια αμηχανία. Κι έτσι, χαλαρά και όμορφα ξεκίνησε και η συζήτηση μας στη σκιά του Ιερού Βράχου.

Γεννήθηκες, μεγάλωσες και μέχρι και σήμερα μένεις στα Εξάρχεια. Τι σημαίνει για εσένα αυτή η περιοχή;

«Τα Εξάρχεια σημαίνουν για εμένα δυο πράγματα. Καταρχάς, είμαι κατά το ήμισυ Εξαρχειώτης και θα το διευκρινίσω αυτό. Γεννήθηκα το 1977 στα Εξάρχεια. Οι παππούδες μου ήταν ήδη στην περιοχή, στη γειτονιά πίσω από το Μουσείο όπου μένω και σήμερα, από τη δεκαετία του ’50. Αλλά προς τα μέσα της δεκαετίας του ’80 με τους γονείς μου μετακομίσαμε λόγω γκετοποίησης της περιοχής, στου Ζωγράφου. Αλλά επειδή εξακολουθούσαν να είναι οι παππούδες κάτω, κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίναμε να τους δούμε. Οπότε, μεγάλωσα σα δεύτερη γειτονιά στα Εξάρχεια. Μπορεί να είμαι γέννημα αλλά κατά το ήμισυ θρέμμα Εξαρχειώτης. Οπότε τα Εξάρχεια σημαίνουν πολλά πράγματα διότι τα βίωσα και με πολλά πρόσωπα τα οποία άλλαξαν στην πορεία. Είναι τα παιδικά μου χρόνια, τα ανέμελα. Σίγουρα είναι συνυφασμένα με παιδικές μνήμες, θύμησες, με τα νεανικά χρόνια: τα πρώτα μεθύσια, διασκεδάσεις… και πλέον είναι και ο μόνιμος τόπος κατοικίας μου, με όλα τα καλά και τα κακά που συνεπάγεται του να ζει κάποιος στο Κέντρο. Άρα είναι κάτι εμβληματικό που με ακολουθεί από την ημέρα της γέννησης μου μέχρι και σήμερα. Είναι τα πάντα τα Εξάρχεια, είναι η πατρίδα μου».

Και αυτά τα βιώματα είναι ο λόγος που συχνά στις ιστορίες σου συναντάμε το Κέντρο της πόλης;

«Νομίζω υπάρχει σαν αναπόσπαστο κομμάτι των ιστοριών. Ιδίως των αστικών. Είτε ως πρώτο πλάνο δηλαδή αναφέρομαι κατευθείαν σε αυτό, δλδ είναι εμφανές στον αναγνώστη. Είτε σε δεύτερο πλάνο, προς τα πίσω. Ακόμα και κάποια διηγήματα που αναφέρονται στην επαρχεία, έχουν ένα αστικό υπόβαθρο. Θυμίζουν ότι οι ήρωες έχουν να κάνουν με την Πόλη. Αλλά σε κάποια άλλα είμαι πολύ άμεσος, οι ιστορίες διαδραματίζονται στα Εξάρχεια».

Έφυγες λοιπόν από τα Εξάρχεια και τώρα επέστρεψες. Γιατί;

«Γιατί νομίζω όλοι αναζητάμε τις ρίζες μας. Μπορεί να θέλουμε κάποια στιγμή να απομακρυνθούμε από αυτές, αλλά υπάρχει πάντα ένας ομφάλιος λώρος που μας δένει με αυτές. Αισθάνομαι άνετα στα Εξάρχεια και νομίζω θα εξακολουθήσω να μένω εκεί για πάντα. Δε θέλω να εγκαταλείψω το Κέντρο. Είμαι από τους επίμονους κατοίκους του. Νομίζω ότι πρέπει να το διεκδικήσουμε το Κέντρο».

Εντοπίζεις διαφορές στο Κέντρο του χθες και του σήμερα;

«Πολλές. Δυο διαφορές που μπορείς εύκολα να διακρίνεις είναι η καθαριότητα και η ασφάλεια. Στα νιάτα μου έπαιζα στο πάρκο της Τοσίτσας, στο Πεδίον του Άρεως, στο λόφο του Στρέφη. Επίσης το Κέντρο ήταν πολύ καθαρό. Μέχρι τα μέσα τουλάχιστον της δεκαετίας του ’80. Οι διαφορές είναι επίσης στον κόσμο. Πλέον είναι ένα χωνευτήρι τα Εξάρχεια και γενικότερα οι γειτονιές του Κέντρου. Αυτό είναι καλό και κακό βέβαια γιατί ζούμε σε πολιτισμικές κοινωνίες όπου ερχόμαστε σε επαφή με πολλά πράγματα, αλλά και το γεγονός ότι αλλάζει. Βλέπεις νέα ροή κόσμου, νέα μαγαζιά, στέκια. Είναι αυτό που λέγαμε και πριν στη βόλτα μας: η Αθήνα και οι γειτονιές του Κέντρου είναι ένα ζωντανό κύτταρο. Αυτό είναι το καλό. Παλιά ήταν πιο αστικοποιημένες οι περιοχές. Υπήρχε το προσωπείο του καθωσπρεπισμού. Τώρα είναι πιο εναλλακτικό το Κέντρο. Έχει πολλές επιλογές. Αισθάνομαι πιο άνετα να ζω εκεί».

Συχνά όμως και ειδικά τα Εξάρχεια στοχοποιούνται…

«Ναι, από ανθρώπους που δεν τα γνωρίζουν. Δηλαδή οι κάτοικοι των Εξαρχείων βλέποντας τα δελτία ειδήσεων λένε “Τα μεγαλοποιείτε λίγο τα πράγματα. Δε συμβαίνουν έτσι… ”. Ακόμη κι εγώ που μένω πολύ κοντά στο Μουσείο που γίνονται αυτά τα γεγονότα, δεν παίρνω πρέφα. Είναι μικρής κλίμακας. Κατευθυνόμενα από συγκεκριμένους χώρους. Βασικά δε φοβάμαι στα Εξάρχεια. Νιώθω ασφάλεια».



Ας αφήσουμε για λίγο τα Εξάρχεια. Έχεις σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης. Δώσε μου το δικό σου ορισμό για το τι είναι Τέχνη;

«Είναι η ανάγκη για δημιουργία. Δεν είναι απαραίτητα η ομορφιά. Είναι πολλά πράγματα. Κυρίως, για εμένα, είναι η έκφραση. Οποιοσδήποτε έχει την ανάγκη να εκφραστεί και το κάνει είτε με το λόγο είτε με τις εικαστικές τέχνες, είτε με τη μουσική είναι καλλιτέχνης, δημιουργός. Το αποτέλεσμα δε θα το κρίνω εγώ. Δεν είμαι κριτικός. Υπάρχουν τεχνοκριτικοί για να κρίνουν. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου. Αλλά Τέχνη είναι η δημιουργία, τίποτα άλλο».

Και η Λογοτεχνία πως προέκυψε στη ζωή σου;

«Όπως το λες, προέκυψε. Δεν ήμουν από τα παιδιά που ήταν συνέχεια με ένα μπλοκάκι κι έγραφε ποιήματα, στίχους, διηγήματα… Διάβαζα πάρα πολύ οπότε ίσως μπήκε στη ζωή μου με τη μορφή της ανάγνωσης. Αλλά αργότερα, στα Πανεπιστημιακά μου χρόνια και ειδικά στο τελευταίο έτος του Κολεγίου, αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω κάτι δικό μου. Κι έτσι βγήκε το πρώτο μου μυθιστόρημα που είχα και την τύχη του πρωτάρη, δηλαδή εκδόθηκε πολύ εύκολα κι από έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο. Βέβαια τα επόμενα, έπεσαν συγκυριακά στην περίοδο της κρίσης και αγωνίστηκα για να βγουν. Αλλά ναι, το πρώτο προέκυψε. Ήταν μια προσωπική ανάγκη που βρήκε το δρόμο της μέσα από τη συγγραφή».

Το μυθιστόρημα αυτό είχε τον τίτλο “Η Αγγλίδα Κυρία” και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα. Τι θυμάσαι έντονα από εκείνη την περίοδο;

«Θυμάμαι ότι δεν υπήρχε βράδυ που να μην κάθομαι μπροστά από τον υπολογιστή και να γράφω, να διορθώνω, να οργανώνω γιατί ήταν και η πρώτη μου επαφή με τη συγγραφή και “τρίφτηκα”. Ήταν σα να έκανα ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής μόνος μου γράφοντας, σκίζοντας, διαλύοντας. Οπότε ήταν αρκετά κοπιαστικό. Επίσης ήταν επηρεασμένο από τα αναγνώσματα μου εκείνης της περιόδου. Επειδή διάβαζα τότε Κλασική Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, μάλλον προσπάθησα να μιμηθώ αυτό το είδος, αυτή τη σχολή του 19ου αιώνα. Είναι θεωρητικά ένα ιστορικό μυθιστόρημα που γράφτηκε από έναν Έλληνα αλλά αναφέρεται στην Αγγλία και την Ιταλία. Δεν ξέρω πως μου βγήκε. Τώρα που το βλέπω το νιώθω σαν νεανικό ατόπημα. Δε θα καταπιανόμουν τώρα με κάτι τέτοιο».

Άγνοια κινδύνου;

«Ναι, κι αν μου έλεγες τώρα να το επανέκδιδα θα ήμουν πολύ επιφυλακτικός. Ενώ πήγε καλά, το πήρε ένας μεγάλος εκδοτικός, είχε καλές πωλήσεις, κανείς δεν έγραψε κάποια αρνητική κριτική, δηλαδή είχε μια σοβαρότητα ως ένα ιστορικό μυθιστόρημα, νομίζω δεν είχε καμία επαφή με την ελληνική πραγματικότητα και εγώ ως Αθηναίος πεζογράφος κυρίως, θέλω να ασχολούμαι με την πόλη μου, με την εποχή μου, με πράγματα που μου λένε κάτι αυτή τη στιγμή. Οπότε δε θα το επανέκδιδα με τίποτα».

Να ασχολείσαι με ότι συμβαίνει τώρα… Αυτό είναι ανάγκη;

«Νομίζω είναι δείγμα ωριμότητας. Για αυτό το βλέπω σα νεανικό ατόπημα. Ζούσα σε ένα φανταστικό κόσμο τον οποίο αποτύπωσα, εκδόθηκε για καλή μου τύχη, πήγε καλά αλλά ως εκεί. Το ίδιο συμβαίνει και με το δεύτερο βιβλίο, “Ιερό Πάθος”. Ήταν στο ίδιο ύφος. Η πραγματική λογοτεχνική μου ταυτότητα ήταν στο τρίτο μου βιβλίο. Τα δυο πρώτα ήταν πειραματικά».


Η ώρα πέρασε. Αφήσαμε το Λουκούμι και περπατήσαμε ως το Ζάππειο και την έκθεση βιβλίου. Εκεί καθίσαμε στο περίπτερο των εκδόσεων Λέμβος και συνεχίσαμε την κουβέντα μας.

Από το 2007 που έκανες την πρώτη σου εμφάνιση στη Λογοτεχνία μέχρι και σήμερα, έχεις ασχοληθεί με όλα τα είδη: ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα, παραμύθι… Που αισθάνεσαι πιο άνετα;

«Βασικά ασχολήθηκα με όλα γιατί μου αρέσει να πειραματίζομαι. Αν για παράδειγμα ήμουν ζωγράφος, δε θα δούλευα μόνο το λάδι. Θα ήθελα να δω και την ακουαρέλα, τα παστέλ… Γιατί και ο λόγος έχει πολλά μέσα έκφρασης. Οπότε η ποίηση ήταν ανάγκη που βγήκε μια δεδομένη στιγμή και προσπάθησα να πειραματιστώ με τον έμμετρο λόγο. Αλλά τον εαυτό μου τον βρίσκω μέσα από την πεζογραφία. Θεωρώ τον εαυτό μου πεζογράφο. Δε βάζω ταμπέλες απλά νομίζω εκφράζομαι καλύτερα με τον πεζό λόγο. Εκεί βρίσκω τον Αλέξανδρο ως λογοτέχνη».

Τον Αλέξανδρο ως άνθρωπο σε ποιο έργο σου τον συναντάμε περισσότερο; Φοβάσαι αυτή την έκθεση;

«Όχι, την έκθεση δε την φοβήθηκα ποτέ. Δε με αφορά. Αν ο δημιουργός πρώτος λογοκρίνει το έργο του, έχει χάσει ένα μεγάλο επικοινωνιακό παιχνίδι γιατί το έργο τέχνης πρέπει να έχει μέσα το στοιχείο της επικοινωνίας. Αν εσύ δεν είσαι αληθινός απέναντι σε αυτά που γράφεις και φοβάσαι να εκτεθείς πως περιμένεις να το αποδεχτεί ένας άγνωστος; Τώρα τον Αλέξανδρο νομίζω τον συναντάμε περισσότερο στο “Νυχτερινός Διαβάτης”. Έχει αρκετά στοιχεία από τη δική μου προσωπικότητα. Οι ήρωες μου έχουν ψήγματα της προσωπικότητας και της ιδιοσυγκρασίας μου χωρίς να είναι ο καθρέφτης του εαυτού μου. Αλλά επειδή το τελευταίο ομότιτλο διήγημα είναι αρκετά αυτό-αναφορικό, νομίζω ότι όποιος με ξέρει καλά διακρίνει στοιχεία μου».


Την έκθεση δε την φοβάσαι. Την κριτική;

«Δεν τη φοβάμαι γιατί αν θεωρείς ότι έχεις γράψει κάτι το οποίο είναι άρτιο, δεν υπάρχει κακή κριτική. Μπορεί να αρέσει, μπορεί και όχι. Αν για παράδειγμα ένα μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, ανεξάρτητα αν αρέσει η πλοκή ή ο χαρακτήρας σε κάποιον, νομίζω δεν έχεις να φοβάσαι κάτι. Ακόμα κι από την πιο αυστηρή κριτική μπορείς κάτι να πάρεις. Είμαι τυχερός. Όσες κριτικές μου έχουν κάνει είναι θετικές οπότε δεν έχω βιώσει μια πραγματικά κακή κριτική που να με ρίξει ψυχολογικά. Αλλά νομίζω έχει να κάνει και με την εμπιστοσύνη που έχεις εσύ ως δημιουργός στο έργο σου. Αν το πιστεύεις εσύ θα το πιστέψουν και οι άλλοι».

Και μιας και μιλάμε για τη συλλογή “Νυχτερινός Διαβάτης”, πως προέκυψε και ποια μηνύματα κρύβονται πίσω από τις δέκα ιστορίες;

«Η συνεργασία με τις Εκδόσεις Λέμβος προέκυψε από το βιβλίο μου που είχε προηγηθεί. Είχα γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα “Γλυκό Κυδώνι” που βασίζεται σε αληθινή ιστορία των θείων της μητέρας μου που ήταν από τις Κυδωνίες της Μ. Ασίας, το Αϊβαλί, το οποίο εξέδωσε η μητέρα του εκδότη μου Δημήτρη Τσουκάτου , η Πηνελόπη που είχε τις εκδόσεις Τσουκάτου. Ο Δημήτρης εκείνη την περίοδο δημιουργούσε τις εκδόσεις Λέμβος και ήταν σε αναζήτηση νέων συγγραφέων και λογοτεχνών. Όταν μετά από ένα χρόνο ολοκλήρωσα τα σύγχρονα μου διηγήματα, τα έδωσα στο Δημήτρη ο οποίος τα διάβασε, του άρεσαν και έγινε η πρώτη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσαν οι εκδόσεις Λέμβος. Έτσι προέκυψε η συνεργασία μας με το Δημήτρη η οποία ήταν πολύ καλή σε όλα τα επίπεδα. Τώρα, ο “Νυχτερινός Διαβάτης” ασχολείται με την πόλη. Κινείται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και του αστικού μυθιστορήματος. Είναι δέκα διαφορετικές ιστορίες οι οποίες ασχολούνται σίγουρα με τη φθορά. Μερικές είναι και λίγο επικριτικές, ειρωνικές με την αλήθεια που προσπαθούμε να κρύψουμε πολλές φορές. Σε κάποια παρουσίαση μου είπαν ότι αυτή η συλλογή είναι κατά του μικροαστισμού. Ίσως και να είναι γιατί στο τέλος τραβάω την κουρτίνα κι αφήνω τους ήρωες μου “γυμνούς” στα μάτια του θεατή. Θέλω την απροκάλυπτη αλήθεια. Νομίζω η αλήθεια είναι κάτι που λείπει. Όχι μόνο από τη Λογοτεχνία αλλά γενικότερα από τη ζωή μας. Οπότε μέσα από τη δική μου Λογοτεχνία προσπαθώ να αποκαλύψω την αλήθεια. Αυτό που βιώνουμε και ζούμε σήμερα».

Γιατί πιστεύεις ότι λείπει η αλήθεια;

«Νομίζω έχουμε γίνει λίγο υπόδουλοι του lifestyle, της εικόνας μας. Κρυβόμαστε λίγο πίσω από το δάχτυλο μας. Όλοι προβάλουμε προς τα έξω μια άλλη εικόνα από αυτό που είμαστε και νομίζω ένας καλλιτέχνης αυτό πρέπει να κάνει: να αποκαλύπτει την αλήθεια. Νομίζω ένα διαχρονικό έργο είναι το αληθινό έργο. Αυτό που μεταφέρει άμεσα το μήνυμα, αυτό που θέλει να πει ο δημιουργός».

Φανατικός αναγνώστης από μικρός. Αγαπημένα βιβλία; Σε ποια γυρνάς ξανά και ξανά;

«Γυρνάω στα βιβλία της Τζέιν Όστεν. Τα έξι μεγάλα έργα της τα έχω διαβάσει 2-3 φορές. Μου αρέσει πολύ ο Μπαλζάκ και το βιβλίο του “Η γεροντοκόρη”, “Το πορτρέτο μιας κυρίας” του Χένρι Τζέιμς, “Η πανούκλα” του Καμύ, “Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ” του Έντουαρντ Φόρστερ. Από τους δικούς μας του Καραγάτση τα “Γιούγκερμαν”, ”Η Μεγάλη Χίμαιρα”, τα έργα του Θεοτοκά, του Λαπαθιώτη του οποίου διάβασα τελευταία τα πεζά του και τα λάτρεψα. Ταυτίστηκα πάρα πολύ μαζί του. Έχω πάρα πολλά αγαπημένα και πάντα φοβάμαι μην αδικήσω κάποια που δεν ανέφερα».

Από σύγχρονους; Υπάρχουν νέες λογοτεχνικές φωνές που ξεχωρίζεις;

«Υπάρχουν αλλά δε θα αναφερθώ συγκεκριμένα γιατί αν κάποιος μας διαβάσει θα πει 'γιατί δεν ανέφερε εμένα;' Θα μου επιτρέψεις λοιπόν να μην αναφερθώ σε ονόματα αλλά υπάρχουν σύγχρονοι και νεαρότατοι αξιόλογοι συγγραφείς σίγουρα. Απλά εγώ είμαι λίγο δύσκολος. Σπάνια θα διαβάσω. Θα πρέπει να είναι κάποιος γνωστός μου, φίλος να μου δώσει το βιβλίο του. Δηλαδή αν πάω σε ένα βιβλιοπωλείο θα πάω κατευθείαν στην ξένη λογοτεχνία, στους κλασικούς ή στους δικούς μας προγενέστερους συγγραφείς. Και πρέπει σίγουρα να πιστεύω κάποιον για να τον διαβάσω. Αλλά σίγουρα υπάρχουν αξιόλογες φωνές και είναι παρήγορο που στις μέρες που ζούμε ο κόσμος γράφει και γράφει και καλά. Οι Έλληνες γράφουν καλά».

Από τους κλασικούς, υπάρχει κάποιος που να επηρέασε και το δικό σου τρόπο γραφής;

«Από τους Έλληνες ο Καραγάτσης. Μου αρέσει πολύ η γραφή του. Από τους ξένους σίγουρα ο Μπαλζάκ που υπήρξε πολυγραφότατος, ανήσυχο πνεύμα, που κι εκείνος κατέγραψε την κοινωνία της εποχής του».

Αθήνα 2017. Τι αγαπάς και τι μισείς στη Πόλη;

«Την αγαπάω την Πόλη. Παρόλα τα κακά του να ζει κάποιος στο Κέντρο. Την αγαπάω και προσπαθώ να βλέπω τα όμορφα. Περπατάω σε ένα βρόμικο δρόμο και θα δω το ωραίο γκράφιτι και όχι τα σκουπίδια. Καθόμαστε εδώ και θα χαζέψω την Ακρόπολη και όχι τις στέγες που είναι σε άθλια κατάσταση. Προσπαθώ επιλεκτικά να βλέπω τα καλά της Πόλης. Αγαπάω αυτό που σου είπα: ότι είναι ένα ζωντανό κύτταρο. Μια πόλη που διαρκώς αλλάζει, μεταμορφώνεται και παραμορφώνεται κάποια στιγμή, δυστυχώς. Αλλά ξαναβρίσκει πάλι την ταυτότητα της κι αυτό μου αρέσει. Μισώ τη μιζέρια που μας έχει επιβληθεί λόγω των χαλεπών καιρών που ζούμε. Δε μπορώ να βλέπω πια αυτά τα μίζερα, θλιμμένα πρόσωπα των Αθηναίων».

Πιστεύεις ότι έχουμε “βολευτεί” κάπως σε αυτή τη μιζέρια;

«Η ανθρώπινη φύση μου φαίνεται έχει μια τάση να γκρινιάζει, να μιζεριάζει. Όσο όμως παρατείνεται αυτή η κατάσταση δεν είναι εύκολο να δει το αισιόδοξο. Ο πιο ψαγμένος κόσμος όπως οι καλλιτέχνες που έχουμε την τάση να αναζητούμε το ωραίο, το κάνουν. Ο μέσος Έλληνας πνίγεται στα προβλήματα του κι αυτό είναι που μισώ στους Αθηναίους πλέον. Είναι εγκλωβισμένος και δε σηκώνει το κεφάλι να δει το γαλάζιο του ουρανού. Μένει κάτω, με το κεφάλι στο βρώμικο πεζοδρόμιο».

Τι πιστεύεις ότι μας οδήγησε στο να μην μπορούμε να δούμε το γαλάζιο του ουρανού;

«Είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων. Δε θα πω όλα αυτά τα γνωστά, τα κατευθυνόμενα από τα μέσα ενημέρωσης κτλ. Αηδίες. Νομίζω είναι καθαρά προσωπικό. Είτε το έχεις είτε όχι. Είναι και θέμα παιδείας. Ένας άνθρωπος που κοιτάζει την αυτό-ολοκλήρωση του και προσπαθεί να γίνει καλύτερος, σίγουρα θα αναζητήσει το ωραίο ακόμα και στα δύσκολα. Ένας άνθρωπος που έχει μάθει να ζει βολεμένα, δηλαδή θέλει τη δουλίτσα του, το μισθούλι του, τη συνταξούλα του … όταν του έρχονται τα προβλήματα και μια κατάσταση που του αναιρεί το πλάνο, δε μπορεί να δει την εναλλακτική. Θάβεται κάτω από αυτό. Οπότε νομίζω είναι θέμα προγραμματισμού. Ο μέσος Έλληνας είχε μάθει να ζει βολεμένος, ξεβολεύτηκε ξαφνικά και δε μπορεί να δει την εναλλακτική του να μάθει να ζει διαφορετικά, να μάθει να βιώνει το τώρα. Αυτό είναι που ξεχνάμε πολλοί: να ζούμε το παρόν και να αναζητούμε το καλό μέσα στο παρόν».

Μια μέρα χωρίς Λογοτεχνία τι περιλαμβάνει;

«Υπάρχουν πολλές μέρες χωρίς Λογοτεχνία από άποψη συγγραφής. Περνάω περιόδους που δεν γράφω. Γράφω μόνο όταν έχω κάτι να πω ή με κατακλύζει η έμπνευση. Άρα πολλές μέρες δε γράφω. Διαβάζω βέβαια πολύ. Περιλαμβάνει, λοιπόν, βόλτες στην Πόλη με το σκύλο μου, μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης στη σχολή που διδάσκω, επισκέψεις σε εκδοτικούς, ήσυχα απογεύματα στο σπίτι, όμορφα βράδια στην Πόλη και τώρα το φθινόπωρο κινηματογράφο, θέατρο, συναυλίες…».

Έμπνευση, εύκολη ή δύσκολη υπόθεση;

«Δύσκολο είναι να εστιάσεις γιατί ιδέες έρχονται. Το δύσκολο είναι να εστιάσεις σε μια και να την αναπτύξεις και γύρω της να δημιουργήσεις ένα βιβλίο. Δόξα τω Θεώ μου έρχονται ιδέες, εμπνεύσεις αλλά πρέπει να ωριμάσει μέσα μου μια ιδέα για να κάτσω μπροστά από έναν υπολογιστή και να την καταθέσω».

Κλείνοντας την όμορφη συζήτηση μας θα ήθελα να μου πεις τα επόμενα σχέδια σου.

«Στο τυπογραφείο βρίσκεται ήδη η επόμενη μου συλλογή διηγημάτων στην οποία εξερευνώ τη μικρή φόρμα και θα κυκλοφορήσει μέσα στα χρόνο επίσης από τις Εκδόσεις Λέμβος. Έχω ξεκινήσει εδώ και τρία χρόνια να γράφω ένα καινούργιο μυθιστόρημα το οποίο δεν ξέρω που θα με πάει ακόμη. Του δίνω χρόνο. Επίσης, έχω γράψει κάποια ποιήματα τα οποία δεν ξέρω αν θα ενταχθούν ποτέ σε μια συλλογή. Προς το παρόν υπάρχουν στο σημειωματάριο μου».

Η συνάντηση με τον Αλέξανδρο Κεφαλά ήταν από τις καλύτερες Συναντήσεις Στη Πόλη. Έκανα έναν καινούργιο φίλο, με κέφι, ενέργεια και όρεξη για δημιουργία. Σε ευχαριστώ Αλέξανδρε και ανυπομονώ για τα επόμενα.

Πηγή: http://www.museekart.com/archives/5522